- ἐνστρωφάομαι
- ἐνστρωφάομαι, Frequentat. of ἐνστρέφομαι, Hp.Art.58, Q.S.1.308.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνστρωφᾶσθαι — ἐνστρωφάομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)